- εφορειακός
- η , ό[ν] 1. надзирающий, инспектирующий;
εφορειακοί υπάλληλοι — служащие финансовой инспекции;
2. (ο ) служащий финансовой инспекции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφορειακοί υπάλληλοι — служащие финансовой инспекции;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφορειακός — και εφοριακός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο 2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακός ο υπάλληλος τής εφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το… … Dictionary of Greek
εφορειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφορεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελεγκτής — ο (Α ἐλεγκτής) νεοελλ. υπάλληλος αρμόδιος να ελέγχει τη διαχείριση, τα πεπραγμένα άλλων υπαλλήλων («εφορειακός ελεγκτής, τελωνειακός κ.λπ.») αρχ. ο ελεγκτήρ … Dictionary of Greek
εφοριακός — ή, ό βλ. εφορειακός … Dictionary of Greek